- ἔγραφε
- γράφωscratchimperf ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
'γραφε — ἔγραφε , γράφω scratch imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔγραφ' — ἔγραφε , γράφω scratch imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Κάλβος, Ανδρέας — (Ζάκυνθος 1792 – Λάουθ, Αγγλία 1869). Ποιητής. Σε παιδική ηλικία πήγε στο Λιβόρνο της Ιταλίας μαζί με τον μικρότερο αδελφό του, εξαιτίας των ασχολιών του εμπόρου πατέρα του. Το 1805 οι γονείς του χώρισαν και τότε η μητέρα έχασε, καθώς φαίνεται,… … Dictionary of Greek
Κοραής, Αδαμάντιος — (Σμύρνη 1748 – Παρίσι 1833). Λόγιος και Διδάσκαλος του Γένους. Γόνος εύπορης οικογένειας καταγόμενης από τη Χίο, ο Κ. ανατράφηκε στη Σμύρνη και σπούδασε στην Ευαγγελική Σχολή, η οποία όμως τότε δεν προσέφερε παρά «διδασκαλίαν πολλά πτωχήν,… … Dictionary of Greek
Λάβκραφτ, Χάουαρντ Φίλιπς — (Howard Phillips «H.P.» Lovecraft, Πρόβιντενς 1890 – 1937). Αμερικανός συγγραφέας. Το βασικό χαρακτηριστικό των νεανικών του χρόνων ήταν η αφύσικη ενηλικίωσή του για τα δεδομένα της ηλικίας του, ενώ αναμφίβολη επίδραση στην ψυχοσύνθεσή του άσκησε … Dictionary of Greek
Μπαλζάκ, Ονορέ ντε- — (Honore de Balzac, Τουρ 1799 – Παρίσι 1850). Γάλλος μυθιστοριογράφος. Ένα τεράστιο σώμα, ένα κεφάλι μεγάλο, πόδια πολύ μικρά, χέρια πολύ κοντά: αυτός ο γιγάντιος και άμορφος άνθρωπος έγραψε, μέσα σε είκοσι χρόνια, κάπου ενενήντα μυθιστορήματα,… … Dictionary of Greek
Μπλάουερ Ράιτερ — (γερμ. Blauer Reiter = Γαλάζιος Καβαλάρης). Καλλιτεχνικό κίνημα που εμφανίστηκε στη Γερμανία το 1911 με πρωταγωνιστές τους Βασίλι Καντίνσκι και Φραντς Μαρκ και έτεινε ουσιαστικά στη σύνθεση των τεχνών. Στο κίνημα προσχώρησαν ο Άουγκουστ Μάκε, ο… … Dictionary of Greek
Παράσχος — Επώνυμο 2 Ελλήνων ποιητών. 1. Αχιλλεύς. (Ναύπλιο 1838 – Αθήνα 1895). O πατέρας του είχε καταφύγει στο Ναύπλιο εγκαταλείποντας τη Χίο, μετά την καταστροφή του νησιού (1822)· αργότερα εγκαταστάθηκε οικογενειακώς στην Αθήνα. Nέος, ανήκε στη χρυσή… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek